σκίδνασθ'

σκίδνασθ'
σκίδνασθε , σκίδνημι
disperse
pres imperat mp 2nd pl
σκίδνασθε , σκίδνημι
disperse
pres ind mp 2nd pl
σκίδνασθαι , σκίδνημι
disperse
pres inf mp
σκίδνασθε , σκίδνημι
disperse
imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκίδνημι — Α (δ. τ. τού σκεδάννυμι) 1. διασκορπίζω 2. μέσ. σκίδναμαι α) (για συγκεντρωμένο πλήθος) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος», Ομ. Ιλ.) β) (για οσμή) διαχέομαι, διαδίδομαι («εὐωδία ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», Πλούτ.) γ) (για την κόρη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”